άναρθρος

άναρθρος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δεν έχει αρθρωτά τμήματα ή μέλη: Τους πρώτους μήνες το έμβρυο είναι άναρθρο.
2. (για το λόγο), αυτός που δεν είναι συγκροτημένος, αρθρωμένος σε συλλαβές και λέξεις, ο ασυνάρτητος: Από το στόμα του έβγαιναν μονάχα άναρθρες κραυγές.
3. (γραμμ.), γραμματικός τύπος που εκφέρεται χωρίς άρθρο: Άναρθρο όνομα. – Άναρθρο απαρέμφατο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἄναρθρος — not differentiated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άναρθρος — η, ο (AM ἄναρθρος, ον) (για τη φωνή ή ήχους) ο μη έναρθρος, αυτός που δεν μπορεί να απαρτίσει συγκροτημένες συλλαβές ή λέξεις (όπως οι φωνές των ζώων ή των ανθρώπων που κλαίνε, κραυγάζουν κ.λπ. το ουδ. ως ουσ. Άναρθρα θαλάσσια Ασπόνδυλα με δύο… …   Dictionary of Greek

  • ἀναρθρότερον — ἄναρθρος not differentiated adverbial comp ἄναρθρος not differentiated masc acc comp sg ἄναρθρος not differentiated neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναρθρότατον — ἄναρθρος not differentiated masc acc superl sg ἄναρθρος not differentiated neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάρθρως — ἄναρθρος not differentiated adverbial ἄναρθρος not differentiated masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄναρθρον — ἄναρθρος not differentiated masc/fem acc sg ἄναρθρος not differentiated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναρθρότεραι — ἄναρθρος not differentiated fem nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναρθρότεροι — ἄναρθρος not differentiated masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάρθροις — ἄναρθρος not differentiated masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάρθρου — ἄναρθρος not differentiated masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”